οἶστρον

οἶστρον
οἶστρος
gadfly
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οίστρος — ο (ΑΜ οἶστρος) 1. μεγάλη μύγα, κυκλόρραφο έντομο, που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί γένος τής οικογένειας οίστρίδες και τού οποίου οι προνύμφες που εισδύουν στα διάφορα όργανα τών κατοικίδιων ζώων προκαλούν τις μυιάσεις… …   Dictionary of Greek

  • неистовьство — НЕИСТОВЬСТВ|О (56), А с. 1. Неистовство, исступление, ярость: видѣвъ же онъ неистовьство жены и разѹмѣвъ ˫ако на прельщениѥ ѥмѹ ѹготова оц҃ь. мол˫ашес˫а въ таинѣ срд҃ца своѥго къ млс҃рдѹѹмѹ б҃ѹ. ЖФП XII, 34в; въ нечювьство своѥ неистовьство… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εκνοσώ — ἐκνοσῶ ( έω) (AM) κυριεύομαι από αρρώστια, είμαι βαριά άρρωστος («οἶστρον ἀκόλαστον ἐκνοσήσας») …   Dictionary of Greek

  • προσβακχεύω — Α 1. εμβάλλω βακχική μανία σε κάποιον («τὸν οἶστρον προσβακχεύσας ταῑς γυναιξί», Φιλόστρ.) 2. (για τη βακχική μανία) επέρχομαι, καταλαμβάνω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + βακχεύω (< Βάκχος)] …   Dictionary of Greek

  • ՇԱՄԲՇՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0463 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 11c գ. ՇԱՄԲՇՈՒԹԻՒՆ կամ ՇԱՄՇՈՒԹԻՒՆ. οἷστρον oestrum μανία furor, insania εὑήθεια stultitia, ineptia. Շամբշիլն. շամբուշն գոլ. ցնորումն. ուժգին բերումն կամ անյագ ցանկութիւն, եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”